Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Δύο πολύ τυχερά παιδιά ...

Μπαίνοντας το 2010 θα ήθελα να το υποδεχτώ με ένα παραμύθι γραμμένο για τη ζουζούνα μου. Σας το αφιερώνω με αγάπη.

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στον Πειραιά μια οικογένεια με δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Τα ονόματά τους ήταν Δημήτρης και Αφροδίτη και ήταν 14 και 13 χρονών αντίστοιχα. Περνούσαν πολύ καλά με τους γονείς τους οι οποίοι τους λάτρευαν κυριολεκτικά και ήταν μια πολύ ευτυχισμένη οικογένεια.
Αρχές Δεκεμβρίου ο Δημήτρης και η Αφροδίτη με την βοήθεια των γονιών τους στόλισαν το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Έτσι κάθε βράδυ καθόντουσαν κάτω απ’ το δέντρο βλέποντας τα Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια να αναβοσβήνουν και περίμεναν να έρθει η παραμονή Χριστουγέννων για να πουν τα κάλαντα. Παραμονή Χριστουγέννων ο Δημήτρης και η Αφροδίτη ξεχύθηκαν στους δρόμους πολύ πρωί για να πουν τα κάλαντα. Οι γονείς τους δεν είχαν αντίρρηση να πάνε μόνοι τους μια που είχαν ο ένας τον άλλον και ήταν και αρκετά μεγάλα παιδιά για να φροντίσουν τον εαυτό τους. Χτύπησαν την πρώτη πόρτα και από μέσα τους αποκρίθηκαν:
- Ποιος είναι;
- Να τα πούμε;
- Πείτε τα, τους είπαν και τους άνοιξαν την πόρτα τους και τους έβαλαν στο σπίτι τους.
Τα παιδιά μπήκαν στο σπίτι και ξεκίνησαν να λένε τα κάλαντα των Χριστουγέννων. Το σπίτι ήταν στολισμένο με διάφορα χριστουγεννιάτικα στολίδια και στο σαλόνι υπήρχε ένα μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο με πολλές και ωραίες μπάλες. Στο τραπέζι υπήρχαν μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες σε διάφορα σχέδια και πραγματικά δεν ήξερες τι να πρωτοδιαλέξεις για να φας.
Από ένα δωμάτιο όταν μπήκανε είδαν πως μπήκε ένα κοριτσάκι περίπου 13 χρονών που παρόλο που ήταν ωραία ντυμένο το βλέμμα της είχε κάτι πένθιμο. Τους έβλεπε να λένε τα κάλαντα αλλά δεν συμμετείχε. Μόνο τους κοιτούσε και αναρωτιόταν αν ήταν αδέρφια ή φίλοι. Όταν τελείωσαν ο Δημήτρης και η Αφροδίτη τα κάλαντα οι οικοδεσπότες τους κέρασαν μελομακάρονα, κουραμπιέδες, δίπλες. Ο Δημήτρης πήρε ένα μελομακάρονο και η Αφροδίτη μια δίπλα μια που της άρεσαν πολύ. Το κοριτσάκι που καθόταν σκεφτικό τόση ώρα δεν είχε μιλήσει καθόλου. Όταν έφαγαν τα γλυκά τους και οι γονείς της τους έδωσαν και κάποια χρήματα στον καθένα τους ετοιμάστηκαν να φύγουν.
- Πως σε λένε αγοράκι; είπε στον Δημήτρη.
- Με λένε Δημήτρη και αυτή είναι η αδερφή μου η Αφροδίτη. Εσένα πως σε λένε;
- Το όνομά μου είναι Ιουλίτα και δεν έχω αδέρφια. Νοιώθω πολύ μόνη που δεν έχω κάποιον να παίζω μαζί του. Εσείς είσαστε πολύ τυχεροί που έχετε ο ένας τον άλλον και παίζετε. Πόσο σας ζηλεύω. Θέλετε να κάτσετε λίγο να παίξουμε ή δεν μπορείτε;
- Ιουλίτα μπορούμε να κάτσουμε να παίξουμε λίγο μαζί σου αλλά αν δεν έχουν αντίρρηση και οι γονείς σου θέλεις να έρθεις μαζί μας να πούμε τα κάλαντα;
- Εμείς δεν έχουμε αντίρρηση. Μόνο να έρθετε νωρίς και να είσαστε συνέχεια μαζί, είπε ο πατέρας της Ιουλίτας.
- Ααα τέλεια. Πάω να ντυθώ και έρχομαι παιδιά.
Καθώς η Ιουλίτα πήγε να ντυθεί ο Δημήτρης σκεφτόταν γιατί αυτό το κοριτσάκι ένιωθε τόσο μόνο του. Το να μην έχεις αδέρφια να παίζεις είναι μεν ένα πρόβλημα αλλά υπήρχαν και υπέρ όταν είσαι μοναχοπαίδι. Οι γονείς σου σε προσέχουν περισσότερο και σε αγαπάνε πολύ μια που δεν υπάρχει άλλο παιδί να τους κλέβει την αγάπη τους. Όλα τα παιχνίδια που παίρνουν τα παίζεις μόνο εσύ και δεν χρειάζεται να τα μοιραστείς με κανέναν και σου κάνουν όλα τα χατίρια.
Δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα με την Αφροδίτη. Την αγαπούσε πολύ και χαιρόταν που είχε μια αδερφή αλλά μερικές φορές ήθελε να κάτσει μόνος του να παίξει και δεν γινόταν. Έπρεπε να παίζει με την Αφροδίτη και να την προσέχει όπως έλεγε ο πατέρας τους γιατί ήταν ο μεγαλύτερος. Δεν είχε ποτέ στιγμές για τον εαυτό του παρά μόνο όταν η Αφροδίτη έπαιζε με τις φίλες της στο δωμάτιό της ή πήγαινε στα σπίτια τους. Η Αφροδίτη από την άλλη της άρεσε που είχε έναν αδερφό που την βοηθούσε σε ότι πρόβλημα και να είχε. Τον αγαπούσε και πίστευε πως ότι έλεγε ο Δημήτρης ήταν το σωστό και όλοι οι άλλοι έλεγαν ψέματα. Θυμόταν την πρώτη μέρα που με τα μικρά της ματάκια τον είχε δει πάνω από την κούνια της να της χαμογελάει και συγκινιόταν. Από μικρή ήταν ο ήρωάς της και του είχε μεγάλη αδυναμία σε σημείο που ήθελε να πηγαίνει όπου πήγαινε αυτός. Κάτι που δεν μπορούσε να γίνει πάντα γιατί ο Δημήτρης ήθελε να πάει και κάπου με τους φίλους του.
Όταν βγήκε η Ιουλίτα ήταν και οι δύο στις σκέψεις τους που δε πήραν είδηση πως πέρασε από μπροστά τους.
- Παιδιά πάμε; Έτοιμη είμαι.
- Πάμε, είπε ο Δημήτρης και αφού πήραν τα χρήματα που τους έδωσαν οι γονείς της Ιουλίτας φύγανε.
Δεν ήξεραν προς τα πού να πάνε αλλά διάλεξαν έναν δρόμο και κατά σειρά άρχισαν να χτυπάνε τα κουδούνια. Παντού οι νοικοκυραίοι τους καλοδέχονταν. Τους πρόσφεραν γλυκά και τους έδιναν κάτι και για τα κάλαντα. Περνούσαν πολύ ωραία και δεν κατάλαβαν πότε μεσημέριασε. Κοιτάζοντας το ρολόι του ο Δημήτρης πρότεινε να πήγαιναν στο σπίτι τους να φάνε.
- Ιουλίτα θέλεις να έρθεις στο σπίτι μας να φάμε και να συζητήσουμε;
- Θέλω αλλά πρώτα να περάσουμε από το σπίτι μου για να το πούμε στους γονείς μου για να μην ανησυχούν. Τι λέτε;
- Φυσικά και θα περάσουμε από τους γονείς σου Ιουλίτα. Είναι κρίμα να ανησυχούνε, είπε η Αφροδίτη.
Τελειώνοντας με τα κάλαντα πήγαν πάλι στο σπίτι της Ιουλίτας και ενημέρωσαν τους γονείς της πως θα πήγαιναν στο σπίτι τους για να φάνε και να συζητήσουν. Δεν είχανε αντίρρηση και έτσι πήγανε στο σπίτι τους όπου η γλυκιά τους μητερούλα τους είχε μαγειρέψει. Σύστησαν την Ιουλίτα στους γονείς τους που την καλοδέχτηκαν και κάθισαν στο τραπέζι σαν ευτυχισμένη οικογένεια και έφαγαν το φαγητό τους ευχόμενοι Καλά Χριστούγεννα ο ένας στον άλλον.
Μετά το φαγητό μέτρησαν τα χρήματά τους και τα έδωσαν στη μητέρα τους να τους τα φυλάξει. Τα παιδιά πήγαν στο δωμάτιο του Δημήτρη για να συζητήσουνε όπως είπανε και αργότερα να παίζανε και κανένα παιχνίδι.
- Ιουλίτα πόσο χρονών είσαι; είπε ο Δημήτρης.
- Είμαι 13 χρονών και πάω στην πρώτη γυμνασίου αλλά δεν έχω φίλους απ’ το σχολείο.
- Γιατί δεν έχεις φίλους Ιουλίτα; Ποιος φταίει; Είπε η Αφροδίτη.
Οι γονείς μου επειδή πηγαίνω στο γυμνάσιο κοντά στο σπίτι μου τα παιδιά τους φαίνονται περίεργα και δεν με αφήνουν να κάνω φίλους και να τους καλέσω στο σπίτι. Νομίζουν πως παίρνουν Ναρκωτικά και φοβούνται να μην αρχίσω να παίρνω και εγώ.
- Αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα. Οι γονείς σου δεν σου έχουν εμπιστοσύνη και πιστεύουν πως θα μπλέξεις με τα Ναρκωτικά. Δεν είναι αυτή όμως λύση. Πρέπει να κάνεις φίλους για να έχεις να παίζεις και να συζητάς με κάποιον, είπε η Αφροδίτη.
- Θα ήθελες να έχεις έναν αδερφό ή μια αδερφή και να συζητάς μαζί τους ότι σε απασχολεί; είπε ο Δημήτρης.
- Αν είχα αδέρφια οι γονείς μου δε θα φοβόντουσαν μη με χάσουν και ίσως και με άφηναν και εμένα να ζήσω λίγο την δική μου ζωή. Όμως η μητέρα μου όταν γέννησε εμένα, έπαθε μια μόλυνση και δυστυχώς δεν μπορεί να κάνει άλλο παιδί.
- Ναι αλλά είσαι μόνη σου και έχεις όλη την αγάπη των γονιών σου και ότι τους το ζητήσεις θα στο πάρουν, είπε ο Δημήτρης.
- Καλύτερα να είχα αδέρφια παρά τώρα που είμαι μόνη μου και δεν θα με ένοιαζε αν μοιραζόμουν την αγάπη των γονιών μου.
Τα παιδιά με την συζήτηση είδαν πως πέρασε η ώρα και έπρεπε η Ιουλίτα να γυρίσει στο σπίτι της. Την πήγανε οι ίδιοι και μετά γύρισαν σπίτι τους όπου στο σαλόνι ο πατέρας τους τα φώναξε κοντά του για να τους πει για τους Καλικάντζαρους. Ο Δημήτρης και η Αφροδίτη φανερά ενθουσιασμένοι κάθισαν κοντά του στο τζάκι και ο μπαμπάς τους άρχισε την διήγησή του:
«Παραμονή Χριστουγέννων ως τα Θεοφάνια, ανεβαίνουν στη γη οι κακομούτσουνοι, ξερακιανοί και ζαβολιάρηδες καλικάντζαροι. Όλο το χρόνο ζουν στα έγκατα της γης, πελεκούν και πριονίζουν το δέντρο που τη στηρίζει. Παραμονή Χριστουγέννων, το δέντρο είναι έτοιμο να πέσει, να γκρεμιστεί ο κόσμος, κι οι καλικάντζαροι ανεβαίνουν στη γη. Δώδεκα νύχτες πηδούν, χορεύουν κι αλωνίζουν παντού. Τρυπώνουν στα σπίτια, βρωμίζουν ρούχα και φαγητά, τα κάνουν όλα γης Μαδιάμ. Αν βρουν κάποιον στο δρόμο, τον βάζουν να χορέψει μέχρι να ξεβιδωθεί. άλλες φορές, μια τον πετούν ψηλά, μια τον βροντάνε κάτω. Αν τους μιλήσει, του παίρνουν τη μιλιά. Τα βράδια οι άνθρωποι κρατούν αναμμένο το δαδί, γιατί οι καλικάντζαροι φοβούνται τη φωτιά. Το τζάκι μένει αναμμένο κι έξω απ’ τη πόρτα βάζουν ένα κόσκινο. Οι καλικάντζαροι αρχίζουν να μετρούν τις τρύπες. Καθυστερούν με το μέτρημα, κι όταν λαλήσουν τα κοκόρια, γίνονται καπνός. Τη μέρα όμως των Φώτων, ξανατρυπώνουν κάτω απ΄τη γη λέγοντας:
- Φύγετε να φεύγουμε, έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του.
Κάτω απ’ τη γη, τι να δουν! Ο κορμός του δέντρου έχει ξαναθρέψει. Αρχίζουν ξανά να τον πριονίζουν.»
Τα παιδιά ευχαριστήθηκαν απ’ την διήγηση του πατέρα τους και πήγαν στα κρεβάτια τους για να κοιμηθούν.
Ξημερώνοντας Χριστούγεννα η μητέρα τους είχε ξυπνήσει πολύ νωρίς για να φτιάξει το Χριστόψωμο. Αφού το ζύμωσε το έψησε και το στόλισε με ένα σταυρό και κάθε λογής πλουμίδια από ζυμάρι, για να γίνουν πραγματικότητα τα όνειρά της οικογένειας. Το μεσημέρι το έβαλαν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και στόλισε γύρω του φρούτα ή ξηρούς καρπούς.
Ο Δημήτρης έβλεπε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι και ήθελε να προτείνει κάτι αλλά δεν ήξερε πως θα το πάρουν οι γονείς τους. Όταν το αποφάσισε φώναξε την Αφροδίτη στο δωμάτιό του και της είπε να πούνε στους γονείς τους να φωνάξουν την Ιουλίτα και τους γονείς της για να μην είναι μόνοι τους. Της Αφροδίτης της άρεσε η ιδέα και έτσι έτρεξε να την πει στην μητέρα της.
Μαμά θα μπορούσαμε να καλέσουμε για το μεσημέρι την Ιουλίτα και τους γονείς της για να μην είναι μόνοι τους;
- Αφροδίτη αν το θέλετε εσείς πηγαίνετε να τους πείτε πως θα ήταν μεγάλη μας τιμή να έρθουν να μας τιμήσουν.
Ο Δημήτρης και η Αφροδίτη φύγανε για το σπίτι της Ιουλίτας και οι γονείς τους σκεφτόντουσαν πόσο τυχεροί ήταν που είχαν τόσο καλά παιδιά.
Όταν φτάσανε στο σπίτι της Ιουλίτας οι γονείς της δέχτηκαν με χαρά την πρόσκλησή τους και αφού ετοιμάστηκαν μαζί με τον Δημήτρη και την Αφροδίτη πήγανε στο σπίτι τους. Όταν φτάσανε κάνανε τις συστάσεις και για να μην κρυώσουν τα φαγητά καθίσανε στο τραπέζι.
Τα φαγητά σερβιρίστηκαν απ΄την μητέρα τους και τα παιδιά ήταν χαρούμενα απ’ τα πολλά φαγητά που βρισκόντουσαν στο τραπέζι. Στο τέλος ο μπαμπάς τους έκοψε το χριστόψωμο με πολλές ευχές και ξεκίνησαν να τρώνε.
Οι γονείς της Ιουλίτας αισθανόντουσαν πολύ υποχρεωμένοι αλλά και ευτυχισμένοι που τους είχαν καλέσει για φαγητό οι γονείς της Αφροδίτης και του Δημήτρη και δεν ήξεραν τι να κάνουν για να τους ευχαριστήσουν. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν κάτι εκείνη την στιγμή αλλά ήταν σίγουρο πως όταν πήγαιναν στο σπίτι τους θα σκεφτόντουσαν.
- Όλα ήταν φανταστικά είπε η μητέρα της Ιουλίτας. Τι θα λέγατε αύριο να κάναμε μια εκδρομούλα μέχρι την Σαρωνίδα και να σας κάναμε το τραπέζι στο εξοχικό μας.
Δεν πρόλαβε να μιλήσει κανένας από τους γονείς του Δημήτρη και της Αφροδίτης γιατί πήραν αυτοί το λόγο και συμφώνησαν λέγοντας πως θα περνούσαν φανταστικά. Οι γονείς λίγο αργότερα είπαν πως δεν είχαν αντίρρηση.
Όταν πέρασαν στο σαλόνι όλοι σερβιρίστηκαν από την οικοδέσποινα σπιτικά μελομακάρονα, κουραμπιέδες και δίπλες συζητώντας για τα παιδιά τους. Είδαν πως είχαν πολλά κοινά μεταξύ τους και αποφάσισαν να κάνουνε παρέα. Όμως όχι μόνο για τα παιδιά τους αλλά και για τους ίδιους που τους άρεσε πολύ η παρέα των άλλων.
Αυτοί οι άνθρωποι συνέχισαν να κάνουμε παρέα και να θυμούνται πάντα τα Χριστούγεννα που τους γνώρισαν και τους έδεσαν για πολλά χρόνια.

Ευτυχισμένο το Νέο Έτος ...

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Ευχή ...

Ευχή ...

Ήρθαν τα Χριστούγεννα
Βρίσκομαι στη ζεστασιά του σπιτιού μου
Κοιτάζω το στολισμένο δέντρο μου
Σκεφτόμενη όλα τα παιδάκια του κόσμου

Παραμονή Χριστουγέννων κάνω μια ευχή
Κανένα παιδάκι να μη ξαναπεινάσει
Κανένα παιδάκι να μη ξαναπονέσει
Να υπάρχει ειρήνη στον κόσμο
Να μη θρηνήσουμε άλλα θύματα από πολέμους

Ευχή που ελπίζω να πραγματοποιηθεί
Με τη γέννηση του Χριστούλη μας.

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Μονόλογος Ονείρου ...


Ταξιδεύω σ' ένα όνειρο

μόνο εγώ και εσύ μαζί

ο ένας στην αγκαλιά του άλλου

την ανάσα σου να νιώθω.


Τα χείλη σου ν' αγγίζω

στην αγκαλιά σου να κουρνιάζω

να ονειρεύομαι τη ζωή μαζί σου

και να χαμογελάω από ευτυχία.


Η καρδιά μου αγάπη γεμάτη για σένα

το κορμί μου ν' αναζητεί

το δικό σου κορμί ν' αγαλιάσει

και απ΄ τα χέρια σου μια σφικτή αγκαλιά.